αθυμιάτιστος

αθυμιάτιστος
-η, -ο [θυμιατίζω]
ο αθυμίαστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλιβάνιστος — η, ο [λιβανίζω] 1. αυτός που δεν λιβανίστηκε, αθύμιαστος, αθυμιάτιστος 2. αυτός που δεν συχνάζει σε εκκλησίες, και κατ’ επέκταση άθρησκος 3. αυτός που δεν τόν κολάκευσαν, δεν τόν περιέβαλαν με δουλόφρονες ή χαμερπείς κολακείες …   Dictionary of Greek

  • αθύμιαστος, -η, -ο — και αθυμιάτιστος, η, ο 1. αυτός που δε θυμιατίστηκε, δεν τιμήθηκε με το κάψιμο λιβανιού: Ξέχασε τα εικονίσματα αθύμιαστα. 2. αυτός που δεν κολακεύτηκε: Θυμιάτισε το διευθυντή, δεν άφησε όμως αθυμιάτιστο και τον υποδιευθυντή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”